υποτάμνω

υποτάμνω
Α
ιων. τ. βλ. ὑποτέμνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποτέμνω — και ιων. τ. ὑποτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω αποκάτω («ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός», Ομ. Ιλ.) 2. κόβω κρυφά, δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῡ βοός», Αριστοφ.) 3. αποκόπτω, παρεμποδίζω με δολιότητα (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς» …   Dictionary of Greek

  • υποταμνόν — τὸ, Α φυτό που κόβεται από τη ρίζα για μαγικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτάμνω, ιων. τ. τού ὑποτέμνω, αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”